- ευελπιστώ
- ευελπιστώ βλ. πίν. 73
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ευελπιστώ — (Μ εὐελπιστῶ, έω) [ευέλπιστος] τρέφω πολλές ελπίδες, ελπίζω σε κάτι καλό … Dictionary of Greek
Εὐελπίστῳ — Εὐέλπιστος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβλέπω — (AM ἀποβλέπω) 1. ατενίζω, βλέπω προσεκτικά 2. βλέπω με αισιοδοξία, ευελπιστώ 3. αφορώ ή επιδιώκω («σε τι αποβλέπει») 4. παύω να βλέπω, γυρίζω τα μάτια μου αλλού μσν. νεοελλ. βλέπω το αποτέλεσμα νεοελλ. 1. δεν δίνω προσοχή σε κάτι ή κάποιον, τον… … Dictionary of Greek
ευελπίζομαι — [εύελπις] ευελπιστώ … Dictionary of Greek